Ἐφίππων

Ἐφίππων
Ἔφιππος
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐφίππων — ἔφιππος on horseback masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφιππολαμπάς — ἀφιππολαμπάς ( άδος), η (Α) αγώνισμα λαμπαδηδρομίας εφίππων …   Dictionary of Greek

  • γκιόστρα — (giostra).Ιταλική λέξη που χαρακτηρίζει είδος ιππικών αγώνων κατά τον Μεσαίωνα. * * * και γιόστρα, η (Μ τζόστρα) μονομαχία εφίππων, κονταροχτύπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. giostra] …   Dictionary of Greek

  • γυφτοχαρατζής — ο (επί τουρκοκρατίας) ακόλουθος τών έφιππων φορολόγων (σπαχήδων), οι οποίοι γύριζαν τις επαρχίες για την είσπραξη τού κεφαλικού φόρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γύφτος + χαρατζής «αυτός που εισέπραττε το χαράτσι»] …   Dictionary of Greek

  • δίαυλος — (I) ο (ΑΝ) 1. στενή δίοδος, στενωπός, στενό 2. στενό που συνδέει δύο θάλασσες, πορθμός, μπουγάζι «οὗ δὴ στενὸν δίαυλον ᾤκισται πέτρας δεινὴ Χάρυβδις» (Ευρ. Τρωάδ.) νεοελλ. ναυτ. ελεύθερος χώρος ανάμεσα σε πεδία ναρκών αρχ. 1. αγώνισμα δρόμου… …   Dictionary of Greek

  • δηνάριο — (denarius). Αργυρό ρωμαϊκό νόμισμα που κόπηκε για πρώτη φορά περίπου το 268 π.Χ., με βάρος περίπου 4,55 γρ. και αξία 10 ασαρίων. Το 217 π.Χ. το βάρος του περιορίστηκε σε 3,90 γρ. και η αξία του αυξήθηκε σε 16 ασάρια. Σε όλη τη δημοκρατική περίοδο …   Dictionary of Greek

  • ιππικός — ή, ό (ΑΜ ἱππικός, ή, όν) [ίππος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ίππο (α. «ιππικές γνώσεις» β. «ιππικά οχήματα», Σοφ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιππέα (α. «ιππικές ασκήσεις» β. «ἱππικὸς δρόμος», Σοφ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το ιππικό(ν) …   Dictionary of Greek

  • ιπποδρόμιος — ο(ν) (ΑΜ ἱπποδρόμιος, ον) [ιππόδρομος] το ουδ. ως ουσ. το ιπποδρόμιο(ν) ο ιππόδρομος, χώρος προορισμένος για ιπποδρομίες νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. 1. το ιπποδρόμιο στεγασμένο αμφιθέατρο με κυκλική κονίστρα, στο οποίο γίνονται ακροβατικά γυμνάσματα… …   Dictionary of Greek

  • ιππομαχία — η (Α ἱππομαχία) [ιππομάχος] μάχη έφιππων σωμάτων, μάχη μεταξύ ιππικών στρατευμάτων («ἱππομαχία τις ἐγένετο βραχεῑα ἐν Φρυγίοις», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

  • κονταροχτύπημα — και κονταροκτύπημα, το (Μ κονταροκτύπημα και κονταροχτύπημα) [κονταροχτυπώ] αγώνισμα με κοντάρια μεταξύ εφίππων, κατά το οποίο νικούσε εκείνος που έριχνε τον αντίπαλό του από το άλογο, αλλ. γιόστρα ή τζιόστρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”